- άδεια οδήγησης
- возачка дозвола
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
οδήγηση — η (ΑΜ ὁδήγησις) [οδηγώ] η υπόδειξη τής οδού τής πορείας, το να οδηγεί κανείς νεοελλ. ικανότητα να κινεί και να χειρίζεται κανείς ένα τροχοφόρο («άδεια οδήγησης αυτοκινήτου») … Dictionary of Greek
πόιντ σύστεμ — το, Ν άκλ. σύστημα επιβολής κυρώσεων κατά τών οδηγών τροχοφόρων, σύμφωνα με το οποίο ο οδηγός χρεώνεται με ορισμένους πόντους για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη σοβαρότητά της, και όταν υπερβεί ορισμένο όριο τού αφαιρείται η άδεια οδήγησης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
ανανέωση — ανανέωση, η και ανανέωμα, το, ατος το να ανανεώνει κανείς: Η άδειά σου οδήγησης χρειάζεται ανανέωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)